- διαφώτιστος
- -η, -οο ημιδιαφανής: Ένα παράδειγμα διαφώτιστου σώματος είναι ο αλάβαστρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαφώτιστος — η, ο 1. ημιδιαφανής 2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων … Dictionary of Greek
παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… … Dictionary of Greek
χαβασίτης — Ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων, ένυδρο, πυριτικό ασβεσταργίλιο, με χημικό τύπο CaAl2Si 4O12.6H2O. Στη φύση απαντά σε ρομβοεδρικούς ημιεδρικούς κρυστάλλους του εξαγωνικού κρυσταλλικού συστήματος. Οι κρύσταλλοι είναι συνενωμένοι σε… … Dictionary of Greek